μαγγανέλλα

μαγγανέλλα
μαγγανέλλα, ἡ (Μ)
είδος πολιορκητικής λιθοβόλου μηχανής, με σφενδόνη στο άκρο τού μοχλού, αλλ. μάγγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manganella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγγανέλλο(ν) — το (Μ μαγγανέλλον) 1. η μαγγανέλλα 2. ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαγγανέλλα, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μαγγανότζαγρα — και μαγγανότζαγγρα, ἡ (Μ) πολιορκητική μηχανή που έριχνε βέλη, αλλ. μαγγανέλλο, μαγγανέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «πολιορκητική μηχανή» + τζάγρα «είδος βαρέος τόξου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”